- συγχωλαίνω
- ΜΑ(μετρ.) χωλαίνω μαζί με άλλον («ἀλλ' ἔοικε θελῆσαι μᾱλλον συγχωλᾱναι τῷ ὁμηρικῷ μέτρῳ», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγχωλεύω — Α συγχωλαίνω* («οὐδὲ ταῑς συλλαβαῑς συγχωλεύων ὁ λογισμὸς ἑωρᾱτο», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωλεύω (< χωλός)] … Dictionary of Greek